- σπονδία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 12 περίπου είδη δέντρων τών τροπικών περιοχών τής νοτιοανατολικής Ασίας και τής Αμερικής, μερικοί καρποί τών οποίων χρησιμοποιούνται σε μαρμελάδες, ζελέ, συμπυκνωμένους χυμούς, αεριούχα αναψυκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.